- γκαζέτα
- Μεσαιωνικό ενετικό νόμισμα, που αντιστοιχούσε στην τιμή μιας χειρόγραφης εφημερίδας της εποχής. Από αυτό προέρχεται και η ιδιωματική ιταλική λέξη γ., που σημαίνει την εφημερίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… … Dictionary of Greek
Στανέσκου, Νικήτα — (Stanescu). Ρουμάνος ποιητής (Πλοέστι 1933). Πήρε το βραβείο της φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σαν αρχισυντάκτης της «Τριμπούνα» και αργότερα της «Γκαζέτα Λιτεράρα». Η πρώτη ποιητική συλλογή… … Dictionary of Greek